Πυθαγόρᾳ

Πυθαγόρᾳ
Πῡθαγόρᾱͅ , Πυθαγόρας
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πυθαγόρα — Πῡθαγόρᾱ , Πυθαγόρας masc gen sg (doric aeolic) Πῡθαγόρα , Πυθαγόρας masc voc sg Πῡθαγόρᾱ , Πυθαγόρας masc voc sg (attic) Πῡθαγόρα , Πυθαγόρας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυθαγόρειος — α, ο / πυθαγόρειος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και πυθαγορεία Μ [Πυθαγόρας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Πυθαγόρα ή στη σχολή του 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυθαγόρειοι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Πυθαγόρα ή μαθητές τής σχολής του… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν …   Dictionary of Greek

  • Ζάμολξις ή Ζάλμοξις — (6ος αι. π.Χ.). Νομοθέτης και θρησκευτικός αρχηγός των Γετών Θρακών. Ο Ζ. ήταν Γέτης που χρημάτισε πολλά χρόνια δούλος του Πυθαγόρα στη Σάμο και ενστερνίστηκε τη φιλοσοφία του. Αργότερα, απελευθερώθηκε από τον Πυθαγόρα και συσσώρευσε μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Θεανώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις 50 Δαναΐδες. Παντρεύτηκε τον γιο του Αίγυπτου, Φάντη, τον οποίο σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Κόρη του Κισσέα, αδελφή της Εκάβης και σύζυγος του Αντήνορα, ενός από τους επιφανέστερους… …   Dictionary of Greek

  • Λεωδάμας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος που έζησε και δίδαξε στη Σάμο (7ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο, όταν επρόκειτο να εγκαθιδρυθεί το τυραννικό καθεστώς του Πολυκράτη στο νησί, ο Λ. ήταν σε μεγάλη ηλικία. Τελικά, έφυγε από τη Σάμο μαζί… …   Dictionary of Greek

  • πυθαγόρεια σχολή — Μια από τις σπουδαιότερες φιλοσοφικές σχολές της αρχαίας Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Πυθαγόρα και έζησε πάνω από δέκα αιώνες, με περιόδους εξαιρετικής ακμής και περιόδους κατάπτωσης. Μεταξύ των άμεσων μαθητών του Πυθαγόρα, των λεγόμενων… …   Dictionary of Greek

  • πυθαγόρειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φιλόσοφο Πυθαγόρα. 2. ως ουσ., πυθαγόρειος οπαδός του Πυθαγόρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Vathy (Samos) — Vathy Βαθύ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”